- νεβρίζω
- νεβρίζω (Α) [νεβρίς]1. φορώ δέρμα νεβρού κατά την εορτή τού Βάκχου, τού Διονύσου2. (κατ' επέκτ.) εορτάζω τα Διονύσια3. περιβάλλω με δέρμα νεβρού τους εορτάζοντες4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «ἐπὶ τοῡ νεβροὺς διασπᾱν κατά τινα ἄρρητον λόγον».
Dictionary of Greek. 2013.